αδικόλαλος

αδικόλαλος
αδικόλαλος, ο θηλ. συκοφάντης: Δεν ήταν μόνο κόλακας, αλλά και αδικόλαλος. Ουσ. αδικολαλιά, η.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδικόλαλος — η, ο ο συκοφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + λαλώ. ΠΑΡ. αδικολαλιά] …   Dictionary of Greek

  • άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • αδικολαλιά — η [αδικόλαλος] η συκοφαντία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”